- μονώνω
- (ΑΜ μονῶ, -όω Μ και μονώνω)[μόνος]κάνω κάτι να μείνει μόνο ή ερημικό, αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, απομονώνωνεοελλ.(σχετικά με ηλεκτρικό ρεύμα, θερμότητα ή ήχο) κάνω μόνωσηνεοελλ.-μσν.(η μτχ. παθ. παρακμ.) μεμονωμένος, -η, -ο(ν)μοναδικός, μόνος («μεμονωμένη περίπτωση»)μσν.(η μτχ. παθ. παρακμ.) μοναχός, ολομόναχος(μσν.αρχ.) αφήνω, εγκαταλείπωαρχ.(συν. το παθ.) μονοῡμαι, -όομαια) (για ζώο) συλλαμβάνομαιβ) (για την ψυχή) αποχωρίζομαι από το σώμαδ) χωρίζομαι από κάτι, στερούμαι από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.